- αλλήλως
- επίρρ. (Μ ἀλλήλως)1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο2. μόνοι τους, συναμεταξύ τους («τρώγονται αλλήλως τους»)3. όλοι μαζί («νάρθουν κι εκείνοι μετ’ εσάς, να ενωθείτε αλλήλως»Χρονικόν τού Μορέως).[ΕΤΥΜΟΛ. < αντων. ἀλλήλων. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία ο τ. αλλήλως (πράγματι αλλήλος) προήλθε από φωνητική εξέλιξη του οι της δοτ. ἀλλήλοις σε u = ο και με επίδραση τών πολλών επιρρημάτων σε -ως θεωρήθηκε κι αυτός ως επίρρημα].
Dictionary of Greek. 2013.